- φιλόκωμος
- φιλόκωμοςfond of feasting and dancingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόκωμος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις 2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες 3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Ανακρέοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φιλόκωμον — φιλόκωμος fond of feasting and dancing masc/fem acc sg φιλόκωμος fond of feasting and dancing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκώμου — φιλόκωμος fond of feasting and dancing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκώμους — φιλόκωμος fond of feasting and dancing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκώμων — φιλόκωμος fond of feasting and dancing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκωμοι — φιλόκωμος fond of feasting and dancing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκωμ' — φιλόκωμα , φιλόκωμος fond of feasting and dancing neut nom/voc/acc pl φιλόκωμε , φιλόκωμος fond of feasting and dancing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek